Photo by Bermix Studio on Unsplash

Η πλειοψηφία των γονέων είναι «προγραμματισμένοι» να βρίσκονται σε εγρήγορση ώστε προστατεύουν τα παιδιά τους από κάθε κίνδυνο ανεξαρτήτως συνθηκών και κόστους. Ένας από τους πιο τρομακτικούς κινδύνους και κατ’ επέκταση φόβους, όπως οι ίδιοι οι γονείς αναφέρουν, είναι η πιθανότητα έκθεσης του παιδιού τους σε κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης. Όμως πόσο εύκολο είναι για ένα γονιό να εξηγήσει στο αρκετά μικρό παιδί του έννοιες όπως το σεξ, πόσο μάλλον τί συνιστά σεξουαλική κακοποίηση? Το πιο πιθανό είναι πως η συζήτηση αυτή θα τους προκαλέσει σύγχυση κι αναστάτωση, μπορεί ακόμη να τα τρομάξει.

Πώς λοιπόν μπορώ να μιλήσω στο παιδί μου με τρόπο κατάλληλο και προσαρμοσμένο στην ηλικία του? Από ποια ηλικία θα πρέπει να ξεκινήσω?

Μπορούμε να ξεκινήσουμε την εκπαίδευση των παιδιών μας αναφορικά με το σώμα τους και την ασφάλειά του από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η προσχολική τους εκπαίδευση, γύρω στα 3 ή 4 έτη, όπως μας ενημερώνουν οι κλινικοί ψυχολόγοι εξειδικευμένοι σε ζητήματα πρόληψης παιδικής κακοποίησης.

Το κλειδί, είναι το μήνυμα που θα περάσουμε στο παιδί να είναι καθαρό κι απλό, που παράλληλα όμως δε θα το τρομάξει.

Ξεκινάμε με το να χρησιμοποιούμε τους σωστούς όρους για όλα τα μέρη του σώματος

Η εκπαίδευση για τη σωματική ασφάλεια μπορεί να ξεκινήσει από τη χρήση των σωστών όρων όταν θέλουμε να ονοματίσουμε τα μέρη του σώματος.

Κλινικοί ψυχολόγοι εξειδικευμένοι σε θέματα κακοποίησης μας εξηγούν πως τα παιδιά που μπορούν με άνεση να χρησιμοποιούν τη σωστή ορολογία για τα γεννητικά τους όργανα, είναι πολύ πιο πιθανό να μας μιλήσουν σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, χωρίς ντροπή.

Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό, ο πιθανός κακοποιητής λαμβάνει καθαρά το μήνυμα πως το συγκεκριμένο παιδί γνωρίζει τις κατάλληλες λέξεις ώστε να περιγράψει τα γεννητικά του όργανα και πως επίσης μπορεί να μιλάει με αυτοπεποίθηση σε ενήλικες αναφορικά με αυτά τα ζητήματα.

Μπορούμε φυσικά να χρησιμοποιούμε και τις δικές μας «παιδικές» λέξεις για να περιγράψουμε τα μέρη του σώματος, αρκεί να χρησιμοποιούμε εναλλασσόμενα και τους σωστούς, δόκιμους όρους.

Ζητάμε τη συγκατάθεση του παιδιού αναφορικά με την επαφή με το σώμα του

Είναι σημαντικό για το παιδί να αισθάνεται όσο μεγαλώνει όλο και περισσότερο πως έχει τον έλεγχο του τί συμβαίνει στο σώμα του. Επομένως αποτελεί καλή προετοιμασία το να συνηθίζουμε σιγά σιγά οι γονείς και οι άμεσοι φροντιστές να ζητάμε από το παιδί τη συγκατάθεσή του πριν το αγγίξουμε στην περιοχή γύρω από τα γεννητικά του όργανα στην καθημερινότητά μας μαζί του, πχ όταν το βοηθάμε να κάνει μπάνιο, να ντυθεί, να καθαριστεί μετά την τουαλέτα.

Μην ξεχνάμε πως ούτε σε εμάς τους ίδιους τους γονείς και τους άμεσους φροντιστές του επιτρέπεται να το αγγίζουμε στα σημεία αυτά, πέραν των παραπάνω λόγων.

Είναι σημαντικό να γνωρίζει πως είναι σε θέση να πει σε έναν ενήλικα «όχι», αν δε νιώθει άνετα μαζί του.

Υπενθυμίζουμε συχνά στο παιδάκι μας, με απλό κι ήρεμο τρόπο πως μόνο συγκεκριμένοι ενήλικες μπορούν να το βοηθούν να καθαριστεί εκτός από τους γονείς, ενήλικες που έχουν πάρει την άδειά μας, όπως η παιδαγωγός στο σχολείο ή ο γιατρός που ενδέχεται να χρειαστεί να εξετάσει το σώμα του κάποια στιγμή, πάντα όμως με τη συνεχή παρουσία του ενός ή και των δύο γονέων στο δωμάτιο εξέτασης.

Τα παιδιά παράλληλα πρέπει να μαθαίνουν πως δεν μπορούν ούτε εκείνα αντίστοιχα να αγγίξουν άλλους ανθρώπους στα γεννητικά τους όργανα, είτε είναι ενήλικες είτε παιδιά, ώστε να μπορέσουν σταδιακά να ξεχωρίσουν τί είναι αποδεκτό και τί όχι κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού (1).

Δεν επιμένουμε ούτε πιέζουμε το παιδί για αγκαλιά και φιλί

Στην περίπτωση που το παιδί δε νιώθει άνετα με εκφράσεις οικειότητας όπως η αγκαλιά ή το φιλί ειδικά με μέλη εκτός της άμεσης οικογενείας μας, του εξηγούμε πως είναι εντάξει το να αρνηθεί σε κάποιον ενήλικα να το αγκαλιάσει ή να το φιλήσει αν δε νιώθει το ίδιο άνετα με κάτι τέτοιο.

Όπως ακριβώς λοιπόν ενεργοποιούμε την αυτονομία και την αυτοπεποίθηση του παιδιού γύρω από την ασφάλεια των γεννητικών του οργάνων, δε θα πρέπει να το πιέζουμε να αγκαλιάσει ή να φιλήσει κάποιον, ενήλικα ή παιδί, αν δεν το επιθυμεί.

Χρειάζεται να ενισχύσουμε τη φυσική ενστικτώδη αίσθηση του παιδιού της προστασίας του από τον κίνδυνο και να του αφήσουμε «χώρο» ώστε να μάθει σταδιακά μόνο του να εμπιστεύεται την αίσθηση του αυτή.

Η πρόταση που επαναλαμβάνουμε στο παιδί είναι πως «το σώμα σου σου ανήκει»

Βοηθάμε το παιδί να εντοπίσει 5 ενήλικες τους οποίους εμπιστεύεται

Το παιδί μπορεί να διαμορφώσει με τη βοήθειά μας, βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, μια λίστα πέντε ενηλίκων με τους οποίους νιώθει ασφαλής. Σε αυτούς θα γνωρίζει πως μπορεί να στραφεί για βοήθεια, αν κι όποτε αυτό χρειαστεί. Η λίστα του παιδιού μπορεί να περιλαμβάνει τους γονείς, τους παππούδες, θείους, νονούς, αλλά και δασκάλους, με όποιους το παιδί έχει συχνή κι άνετη επαφή και που δύνανται να το βοηθήσουν σε περίπτωση ανάγκης.

Μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συζήτηση γύρω από τη λίστα αυτή με την εξής φράση:

«Από ποιόν νομίζεις πως θα ζητούσες βοήθεια, αν έπεφτες και χτυπούσες?»

Ο τόνος που θα χρησιμοποιήσουμε για τη συζήτηση αυτή εξαρτάται από εμάς και το παιδί, γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα τις αντιδράσεις του παιδιού μας και πώς να καταφέρουμε να του επιστήσουμε την προσοχή αποτελεσματικά αλλά χωρίς να το αναστατώσουμε.

Το παιδί χρειάζεται να γνωρίζει πως το θέμα της συζήτησης μας είναι σοβαρό και πως πρόκειται για την ασφάλειά του, παρ’ολ’αυτά δε θέλουμε να το τρομάξουμε. Ήρεμα, απλά και σταθερά, το βοηθάμε να ολοκληρώσει τη λίστα του, καθώς ανατρέχει στο μυαλό του πως έχει εγγράψει τις εμπειρίες του με τους ενήλικες που φέρνει στο μυαλό του.

Δεν βιαζόμαστε, δεν πιέζουμε. Το κάθε παιδί έχει τους δικούς του χρόνους επεξεργασίας, είναι σημαντικό λοιπόν να πάρει όσο χρόνο χρειάζεται (2).

Δεν «κόβουμε» τις αμήχανες συζητήσεις με το παιδί μας

Οι συζητήσεις με το παιδί μας γύρω από το σώμα και τα όριά του, τα συναισθήματα και κυρίως η θεματική σχετικά με το τί αποτελεί «μη αποδεκτή πράξη», μπορεί να μας φέρει σε δύσκολή θέση, ειδικά αν κι εμείς οι ίδιοι μεγαλώνοντας ως παιδιά δεν συζητούσαμε εύκολα με τους γονείς μας ευαίσθητα ζητήματα σαν κι αυτό. Μπορεί να δυσκολευόμαστε πολύ να ξεκινήσουμε τη συζήτηση, μπορεί να χρειαστεί να την «προβάρουμε» μέσα μας πολλές φορές, μόνοι μας ή με τον/τη σύζυγό μας.

Θυμόμαστε:

Ειδικά στην περίπτωση των μικρών παιδιών, προσπαθούμε να μην τα σταματάμε απότομα στην περίπτωση που μας ρωτήσουν κάτι σχετικό με τη σεξουαλικότητα μπροστά σε κόσμο, κάτι που πιθανόν μας φέρνει σε άβολη/δύσκολη θέση. Είτε λοιπόν τους απαντάμε ήρεμα εκείνη τη στιγμή είτε τους υποσχόμαστε πως θα τους απαντήσουμε αργότερα, στο σπίτι.

Σε κάθε περίπτωση, δεν αφήνουμε το ερώτημα αναπάντητο, θέλουμε τα παιδιά μας να έχουν την άνεση και το θάρρος να συζητούν μαζί  μας για τα ζητήματα αυτά χωρίς ντροπή. Ένας γονιός που «ξεχνάει» ή αφήνει να περάσει χωρίς ανταπόκριση μια τέτοια ερώτηση, έμμεσα αφήνει την εντύπωση στο παιδί πως δεν είναι εντάξει να ξεκινάει συζητήσεις με αυτό το περιεχόμενο.

  • Ανά διαστήματα μέσα στην καθημερινότητα «τσεκάρουμε» αν όλα είναι εντάξει, ρωτώντας το παιδί. Του δίνουμε την ευκαιρία να μας το πει αν κάτι το απασχολεί/ανησυχεί. Μερικά παιδιά μπορεί να αναμένουν από το γονιό να καταλάβει από μόνος του από την έκφραση του προσώπου του πως κάτι δεν πάει καλά, ώστε να το βοηθήσει να ξεκινήσει να μοιράζεται την ανησυχία του. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιέζουμε, δε θυμώνουμε, δε χάνουμε την υπομονή μας.
  • Παρατηρούμε πιθανές αλλαγές στη γενικότερη συμπεριφορά του παιδιού μας: αλλαγές στον ύπνο, στη διατροφή, στην «τουαλέτα» του, στην κοινωνικότητα, στο παιχνίδι, στις αντιδράσεις του. Μπορεί να είναι ενδεικτικές πως κάτι το απασχολεί (3).

Σε κάθε περίπτωση, αν δυσκολευόμαστε να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο να μιλήσουμε με το παιδί για κάτι που αντιλαμβανόμαστε πως το απασχολεί, ζητάμε τη βοήθεια των ειδικών σε ζητήματα παιδιών, δεν είμαστε μόνοι (4).

Βιβλιογραφία

1.        Weinstein B, Levine M, Kogan N, Harkavy-Friedman J, Miller JM. Mental health professionals’ experiences reporting suspected child abuse and maltreatment. Child Abus Negl. 2000;24(10).

2.        Hansen DJ, Bumby KM, Lundquist LM, Chandler RM, Le PT, Futa KT. The influence of case and professional variables on the identification and reporting of child maltreatment: A study of licensed psychologists and certified masters social workers. J Fam Violence. 1997;12(3).

3.        Bourne R, Newberger E, White C. Case Vignette — Mandated Child Abuse Reporting. Ethics Behav. 1991;1(2).

4.        Dillenburger K. Book Review: Understanding and Assessing Child Sexual Maltreatment. Child Abus Rev. 2005;14(2).