Photo by bady abbas on Unsplash
«The good-enough mother is one who makes active adaptation to the infant’s needs, an active adaptation that gradually lessens, according to the infant’s growing ability to account for failure of adaptation and to tolerate the results of frustration»
– D. W. Winnicott, paediatrician, parent-infant therapist
Η έννοια του τέλειου ίσως και να μην είναι τελικά ρεαλιστική στην περίπτωση του σχετίζεσθαι, ειδικά όσον αφορά τη σχέση γονιού-παιδιού, αν ρεαλιστικό κι ανθρώπινο εννοούμε και το προσαρμόσιμο, εξελισσόμενο, συναισθηματικά ευρύ, όχι στάσιμο και προκαθορισμένο.
Η «αρκετά καλή» γονεϊκότητα εμπεριέχει κατά τον Winnicott, το να είσαι «ευαισθητοποιημένος και ενσυναισθητικός γονιός απέναντι στο παιδί σου, πρακτικά και συναισθηματικά, ως εκ τούτου ανταποκρινόμενος στις ανάγκες του. Περιλαμβάνει επίσης τη δημιουργία ενός ασφαλούς και ζεστού οικογενειακού περιβάλλοντος, όπου το μωρό νιώθει πως ο γονιός είναι εκεί να το κρατήσει, να το ηρεμήσει, να το αντέξει, τόσο κυριολεκτικά όσο και συναισθηματικά».
Το να είσαι «αρκετά καλός» γονιός υπό αυτή την έννοια λοιπόν προϋποθέτει την ικανότητα να προσαρμόζεσαι και να ανταποκρίνεσαι στις καταστάσεις που θα βρεθείτε μαζί, γονιός και παιδί, πολλές φορές χωρίς πρότερη εμπειρία ή αναπαράσταση του τί θα αντιμετωπίσεις.
Ο «αρκετά καλός», σε αντίθεση με τον «τέλειο» γονιό, μπορεί να αναγνωρίσει πως δεν είναι φυσικά δυνατό να είναι πάντοτε έτοιμος, διαθέσιμος και άμεσα ανταποκρινόμενος στις ανάγκες του παιδιού και στις καταστάσεις που θα προκύψουν.
Ο “τέλειος γονιός” μπορεί στις αντίστοιχες καταστάσεις να δυσκολευτεί να ακούσει, να αναγνωρίσει, να αντέξει τα συναισθήματα θυμού, δυσφορίας, εκνευρισμού του παιδιού του. Μπορεί να εμποδίσει το παιδί από το να εκφράσει τα συναισθήματά του, στην προσπάθειά του να ελέγξει την κατάσταση που ίσως φέρνει και τον ίδιο σε δυσκολία. Με τον τρόπο αυτό όμως αφήνει ελάχιστο χώρο ώστε το παιδί του να μάθει να αναγνωρίζει πως αισθάνεται και να μπορεί ελεύθερα να εκφράζει συναισθήματα που ίσως να είναι δύσκολα ακόμη και για τον ίδιο το γονιό να τα διαχειριστεί.
Στην περίπτωση αυτή, ο «αρκετά καλός» γονιός αναγνωρίζει πως το σημαντικό είναι να μπορέσει άμεσα να βοηθήσει το μωρό, ειδικά στους πρώτους μήνες της ζωής του, να μη νιώσει ανυπεράσπιστο και μόνο στις συναισθηματικές αντιδράσεις που νιώθει να το κατακλύζουν, σε ερεθίσματα τόσο από τον έξω κόσμο (περιβάλλον, ήχοι, αλλαγές, νέα πρόσωπα, εντάσεις κλπ.) όσο και τον έσω κόσμο (αίσθημα πείνας, κούρασης, ζέστης, ανάγκη για αλλαγή πάνας κλπ.)
Για παράδειγμα, η ηρεμιστική, καθησυχαστική αγκαλιά του γονιού τη στιγμή που το μωρό νιώθει πως η εξάντληση λόγω του πόνου στα δοντάκια του δεν το άφησε να κοιμηθεί, μέσω της επανάληψης και της συγκέντρωσης πολλών παρόμοιων εμπειριών, θα το βοηθήσει να εσωτερικεύσει την αίσθηση της ασφάλειας της αγκαλιάς και να καταφέρει σταδιακά να ηρεμεί μόνο του, γνωρίζοντας πως πάντοτε μπορεί να βασιστεί σε έναν γονιό που αντέχει, που είναι παρών, αλλά και σε έναν εαυτό που έχει ενδυναμωθεί.

Photo by Zach Lucero on Unsplash
Η έννοια του «αρκετά καλού γονιού» επιπλέον περιέχει την αναγνώριση πως δεν υπάρχει «σωστός» τρόπος να είσαι γονιός. Αντιθέτως, η γονεϊκότητα μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές εκφράσεις/εκφάνσεις και να είναι πάντοτε επιτυχής, όταν στη βάση της έχει ως προϋπόθεση την ευαισθητοποιημένη και υπεύθυνη φροντίδα.
Να μην ξεχνάμε πως ο καθοριστικός άξονας και οδηγός της φροντίδας μας είναι πάντα το μωρό μας, η παροχή της προσαρμόζεται ανάλογα τις εξατομικευμένες ανάγκες του, το χαρακτήρα και την προσωπική του εξέλιξη.
Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη αψεγάδιαστα σωστούς γονείς, έχουν όμως ανάγκη γονείς που θα προσπαθούν, με ευαισθησία, να είναι εκεί για εκείνα στον ανθρωπίνως δυνατό καλύτερο βαθμό.
Η θέση ενός «αρκετά καλού γονιού» ενέχει την εμπιστοσύνη στις εγγενείς δυνατότητές μας πως θα καταφέρουμε να προσφέρουμε στο παιδί μας το καλύτερο που μπορούμε.